καμουτσίκι

καμουτσίκι
το кнут, плеть;

§ με το καμουτσίκι — насильно, принудительно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καμουτσίκι" в других словарях:

  • καμουτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμουτσί — καμουτσί, το και καμουτσίκι, το και καμτσίκι, το (λ. τουρκ.), μαστίγιο: Στο αλώνισμα χτυπάνε τ άλογα με το καμουτσίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμουτσί — και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci] …   Dictionary of Greek

  • καμουτσικίζω — και καμιτσικίζω και καμτσικίζω [καμουτσίκι] μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο, με καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • καμουτσικίζω — και καμτσικίζω καμουτσίκισα και καμτσίκισα, χτυπώ με καμουτσίκι: Δεν τα καμουτσίκισες τα άλογα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμουτσικιά — καμουτσικιά, η και καμτσικιά, η χτύπημα με καμουτσίκι: Δώσε δύο καμουτσικιές στα άλογα να ξεκινήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάστιγα — η 1. το καμουτσίκι, ο βούρδουλας. 2. μτφ., μεγάλη συμφορά ή σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα: Η ανεργία είναι μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστίγιο — το μικρή δερμάτινη λουρίδα δεμένη σε ξύλο με την οποία χτυπούν τα ζώα για να τρέχουν, το καμουτσίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»